χωράω

χωράω
χωράω / χωρώ, χώρεσα βλ. πίν. 62

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χωρώ — χωράω / χωρώ, χώρεσα βλ. πίν. 62 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • χωρώ — χωρῶ, έω, ΝΜΑ, και ασυναίρ. τ. χωράω Ν [χώρα / χῶρος] 1. (αμτβ.) (λόγιος τ.) (κυριολ. και μτφ.) προχωρώ, προβαίνω, κινούμαι προς κάτι (α. «η τράπεζα δεν σκοπεύει να χωρήσει σε μείωση τών επιτοκίων» β. «πόρρω γὰρ κεχώρηκε τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως»,… …   Dictionary of Greek

  • βουχανδής — βουχανδής, ές (Α) (για λέβητα) αυτός που χωράει ένα ολόκληρο βόδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < βους + χανδής < χανδάνω «χωράω, περιλαμβάνω»] …   Dictionary of Greek

  • περιλαμβάνω — ΝΜΑ και περίλαβαίνω Ν [λαμβάνω] νεοελλ. 1. (για κείμενα) περιέχω, διαλαμβάνω, πραγματεύομαι («το νέο βιβλίο περιλαμβάνει την ιστορία τής Τουρκοκρατίας») 2. χωράω, μπορώ να χωρέσω («η νέα αίθουσα μπορεί να περιλάβει 3.000 άτομα) 3. μτφ. επιπλήττω… …   Dictionary of Greek

  • περιλαβαίνω — περίλαβα 1. περιλαμβάνω, παίρνω, έχω μέσα, χωράω, περικλείνω. 2. παραλαβαίνω, δέχομαι, παίρνω: Σήμερα περιλάβαμε το εμπόρευμα από το τελωνείο. 3. πιάνω, τσακώνω, αρπάζω, περιαδράχνω: Τον περίλαβε από το γιακά και τον ταρακούνησε απειλητικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χωρώ — και χωράω χώρεσα 1. μπορώ να περιλάβω, περικλείνω: Η αίθουσα αυτή χωράει πεντακόσια άτομα. 2. βρίσκω θέση σε κάποιο χώρο, περιέχομαι: Δε χωράμε όλοι στ αυτοκίνητο αυτό. 3. φρ., «Δεν τον χωράει ο τόπος», ο υπερβολικά ανυπόμονος ή στενοχωρημένος. 4 …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”